σημειωτής

σημειωτής
ο, Ν [σημειώνω]
στρ. οπλίτης που σημειώνει τους βαθμούς κάθε βολής κατά την εκτέλεση βολών ακριβείας ή τον βαθμό συγκέντρωσης τών ριπών πολυβόλου κατά την εκτέλεση βολών συγκέντρωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σημειωτής — ο αυτός που κρατά σημειώσεις, ειδικότερα οπλίτης που σημειώνει τις εύστοχες βολές στις ασκήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”